- ἐκλέξω
- ἐκλέγωpickfut ind act 1st sgἐκλέγωpickaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποψηφίζομαι — ἀποψηφίζομαι (Α) 1. απομακρύνω με την ψήφο μου την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω 2. αρνούμαι να εκλέξω κάποιον 3. αποστερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα 4. δεν εγκρίνω, απορρίπτω 5. ἀποψηφίζομαι... μή ψηφίζω εναντίον … Dictionary of Greek
επιόψομαι — ἐπιόψομαι (Α) ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην) 1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται προχειρίσονται προΐδωσιν ἐπιλέξωνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp «εκλέγω … Dictionary of Greek